- κόκκινος
- -η, -ο (AM κόκκινος, -ίνη, -ον)1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ.β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κόκκιναφορέματα με ερυθρό χρώμα («ἐν κοκκίνοις περιπατεῑν», Αρρ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει χρώμα προσώπου κοκκινωπό («γιατί είσαι κόκκινος;»)2. αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, κομμουνιστικός, σοβιετικός («κόκκινος στρατός»)3. το ουδ. ως ουσ. το κόκκινοτο ερυθρό χρώμα («μού αρέσει το κόκκινο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος, λόγω τής χρησιμοποιήσεως κόκκων ως βαφικής ουσίας. Βλ. και ερυθρός].
Dictionary of Greek. 2013.